- μεγάπτερος
- (Μegaptera). Γένος κητωδών της οικογένειας των φαλαινοπτερίδων. Ονομάζεται και φάλαινα η υβοφόρος ή φάλαινα με καμπούρα. Μοναδικός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Megaptera novaeangliae, το οποίο συναντάται στους ωκεανούς όλου του κόσμου. Κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά του είναι το ογκώδες κεφάλι και το ραχιαίο του πτερύγιο, το οποίο έχει μορφή μικρού τριγώνου και μπορεί να είναι βαθμιδωτό, ώστε να μοιάζει με καμπούρα, απ’ όπου προκύπτει και η κοινή ονομασία αυτού του κητώδους· η κοινή ονομασία του ζώου μπορεί, επίσης, να προέρχεται και από την τάση του ζώου να γέρνει την πλάτη του όταν βουτάει στο νερό. Τα πτερύγια είναι πολύ μακριά και μπορεί να ισούνται με το ένα τρίτο του μήκους σώματος. Τα θηλυκά άτομα, με μήκος σώματος που φθάνει τα 13 μ., είναι μεγαλύτερα από τα αρσενικά (μέγιστο μήκος 12,5 μ.), γεγονός που σπάνια παρατηρείται στα θηλαστικά, ενώ το βάρος τους κυμαίνεται γύρω στους 30 τόνους. Ο χρωματισμός τους είναι, γενικά, μαύρος στη ράχη και άσπρος στην κάτω επιφάνεια, αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Πάρα το μεγάλο τους μέγεθος, είναι εξαιρετικά κινητικά ζώα και κομψοί κολυμβητές, ενώ τρέφονται με πλαγκτόν ή κοπάδια ψαριών. Η αναπαραγωγική περίοδος είναι τον χειμώνα και λαμβάνει χώρα στις τροπικές θάλασσες, συνήθως μία φορά κάθε δύο χρόνια. Οι μ. ζουν σε ομάδες, οι οποίες μεταναστεύουν εποχιακά από τις τροπικές προς τις βόρειες θάλασσες για την ανεύρεση τροφής. Είναι από τα ζώα που φέρουν το μεγαλύτερο παρασιτικό φορτίο, περιλαμβάνοντας μία μεγάλη ποικιλία εξω- και ενδοπαρασίτων. Οι μελετητές αυτών των ζώων έχουν εντυπωσιαστεί από την ποικιλία της γλώσσας τους, δηλαδή των ήχων που παράγουν και οι οποίοι τους επιτρέπουν να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους, αν και δεν φαίνεται να χρησιμοποιούν τον ηχοεντοπισμό για την εύρεση της τροφής τους.
Dictionary of Greek. 2013.